|
η 1) бензин; 2) моторная лодка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бензин? — μπενζίνο как на (ново)греческом будет слово моторная лодка? — μπενζίνο как с (ново)греческого переводится слово μπενζίνο? — бензин, моторная лодка — δοντάς — βλογητό — ανεπιτυχής — μονοθέσιος — καλωδιακά — διαπαιδαγώγηση — διορθωτικός — μυαλωμένος — δηλωμένη — πακετάρισμα — μεθοκόππι — ταυρομαχία — χρονοβόρος — Ουκρανή — μεταλλωρύχος — αμάθευτος — βαθμονόμηση — ιδιολατρεία — αυτογραφικός — ασφουγγάριστος — ζουμπερέκι |
|||