|
ο мальтузианство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мальтузианство? — μαλθουσιανισμός как с (ново)греческого переводится слово μαλθουσιανισμός? — мальтузианство — σούβλισμα — μαγνησία — υπόχρεως — άγαλος — οινοπνευματίασις — προτεραίος — μπούλμπερη — τσάπα — συγκινητικότητα — επωνύμιο — εννεαετηρίδα — ρούγα — σπονδυλωτά — πεζεύγω — εγγλεζοπούλα — κονίστρα — λεμφογάγγλιο — βυζαντινός — ερυθροκίτρινος — δεινοποίησις — περιπατητικός |
|||