Новогреческий словарь




παροξυσμός

παροξυσμός
ο 1) раздражение;
2) припадок, приступ, пароксизм;
          ~ του πόνου — приступ боли


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово раздражение? — παροξυσμός
как на (ново)греческом будет слово припадок? — παροξυσμός
как на (ново)греческом будет слово приступ? — παροξυσμός
как на (ново)греческом будет слово пароксизм? — παροξυσμός
как с (ново)греческого переводится слово παροξυσμός? — раздражение, припадок, приступ, пароксизм


#(ново)греческий словарьδημαρχιακόςενωρίτερονανάσχολοςαγριοβαλανιδιάεννεαπλασίασηποταμόφιλοςμεταμοντερνιστήςευεπιφόρωςγαϊτανοφρύδηςαπροσκόμιστοςεφοδεύωασφαλτόστρωμαχαλικώδηςαποπλύνωεκσπερμάτισμόςεκνευριστικόςαναμεσίςχωρογραφικόςανάεροςαπογέννιαλετροπόδι


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω