|
η 1) ожог; 2) клеймо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ожог? — καψιά как на (ново)греческом будет слово клеймо? — καψιά как с (ново)греческого переводится слово καψιά? — ожог, клеймо — κάθαρση — μετροτράπεζα — εκτοξεύω — πιεστής — διαβεβαίωση — γατιάζω — ανεμορρόμβιον — παθαίνω — βόθριον — διαψευσμένος — πονόκοιλος — πολιτάρχης — πάστα — κινούμενος — αψήφιστος — διάτυλος — στραγγουλίζω — χειραφετημένος — γέλιο — δεκαεξαετία — αυτοκατασικασμένος |
|||