|
ресничный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ресничный? — βλεφαριδικός как с (ново)греческого переводится слово βλεφαριδικός? — ресничный — λιγυρότης — ψάθινος — κουμπάρα — ψοφώ — νοτιοδυτικώς — νήδυμος — ισόθερμος — ωδείο — πεντακοσαριά — καυλώνω — ανυντριά — αυθόρμητος — πεζόδρομος — εμπορικότητα — μαργωτίδα — πυρίμαχος — αλόγιαστος — καουτσούκ — χαλικοστρωμένος — άσυλο — φαρμακόγλωσσος |
|||