Новогреческий словарь
καθέκτης
καθέκτης
ο
люк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
люк
? —
καθέκτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθέκτης
? — люк
#
(ново)греческий словарь
—
αποθαρρύνω
—
στραβοκαταπίνω
—
εντροπή
—
ξενίζομαι
—
προστυχολογιά
—
μικρολόγος
—
τριπόντες
—
αγγελιάζομαι
—
ζωγραφομαι
—
μάχιμος
—
σπηλαιώτισσα
—
αναβιώ
—
τόσο
—
κανναβωτόν
—
χαυνότητα
—
πευκόφυτος
—
ζήσιμος
—
μαντηλούσα
—
έμμετρος
—
ελοχαρής
—
αλεξιβρόχιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω