Новогреческий словарь
τραγουδάω
τραγουδάω
1)
петь
;
2)
воспевать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
петь
? —
τραγουδάω
как на
(ново)греческом
будет слово
воспевать
? —
τραγουδάω
как с
(ново)греческого
переводится слово
τραγουδάω
? — петь, воспевать
#
(ново)греческий словарь
—
μεταπράτηση
—
θολαίνω
—
κορκάρι
—
σιδερογροθιά
—
παγοποιία
—
φύσιγξ
—
τυπογραφω
—
εύτηκτον
—
βουλγάρικα
—
καπνοπαραγωγή
—
λενινιστής
—
φορτηγίδα
—
στηλιτευτής
—
μαλαθράκι
—
εντατικότητα
—
διαφάνεια
—
παραλύω
—
επτάγωνος
—
αριστερός
—
καμπινές
—
επιφώνησις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве