Новогреческий словарь
ουγγία
ουγγία
, ~ιά η
унция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
унция
? —
ουγγία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ουγγία
? — унция
#
(ново)греческий словарь
—
βαλσάκι
—
αψόθυμος
—
κιτρινίλα
—
αλλαή
—
κινησιογραφία
—
αβδελλιάζω
—
φτώχεια
—
ξέπλεκος
—
αναγνωριστικός
—
σπαρτός
—
εθιμοτυπία
—
λεβέντικα
—
δεκαπεντάκις
—
λαρογγοτομία
—
αεροδιάδρομος
—
αφουγκράζομαι
—
εικονομαχώ
—
στόμφος
—
ορισμός
—
αναγγελτήριο
—
γαλάτωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве