|
, ~ιά η унция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово унция? — ουγγία как с (ново)греческого переводится слово ουγγία? — унция — χαλικόστρωση — προεξάγω — διατιμημένος — ψιλολόγιά — προφταίνω — πλήρωμα — ακριβαγάπητος — αναχόρταγος — λιποθύμημα — οινοπνευματούχος — δασολογικός — μπότης — αποτελώ — κοστάρω — καταληψία — ξεσφίγγομαι — θαμά — πέσο — επιμεταλλωτικός — φουχτιάζω — μεταπουλητής |
|||