|
1) больший; 2) старший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово больший? — μεγαλύτερος как на (ново)греческом будет слово старший? — μεγαλύτερος как с (ново)греческого переводится слово μεγαλύτερος? — больший, старший — αχθοφόρος — αμπαλλάζ — βασιλόπαις — διασκέλιση — πετρελοιοπήγαδο — μισοτιμίς — τήγμα — φυτοπαθολογία — μπόλικος — σάλιαγκος — μεσσιανικός — διπλωπία — μονοκόμματος — αποψύχω — αποσπερίς — βατραχάκι — νοσσάς — ανατύπωση — ψιλικατζού — υπεύθυνα — ελαφοειδής |
|||