|
двусмысленный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двусмысленный? — δισήμαντος как с (ново)греческого переводится слово δισήμαντος? — двусмысленный — μολύβι — απλοχέρης — ποτήριον — λειτουργικός — βλεφαριδοφόρος — ρεμβαστής — αλογοφόρτι — ανισοϋψής — υδροφόρος — απαξάπας — οχτακοσαριά — ανεπιτίμητος — επιζωοτία — καπαρντίνα — ετερόπους — στολαρχίδα — φλουροκαπνισμένος — κότσιαλο — απροσκύνηγος — ανελπισιά — εργατιά |
|||