|
(-ητος) η запоздалость, задержка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запоздалость? — οψιμότης как на (ново)греческом будет слово задержка? — οψιμότης как с (ново)греческого переводится слово οψιμότης? — запоздалость, задержка — ψυχομετρικός — σπονδυλωτά — πλατυμέτωπος — ομόδικος — ραφείο — μισογενωμένος — ερμάτιση — εναρμόνισις — τοιχοδόμος — χρυσόβουλο — παραφωτίς — λάχνη — τρύπημα — μοντεράτο — δίκαρπος — χειραγωγημένος — υπεσχημένα — αυλάκιον — συγκυριότητα — ξεροφαγιά — βλασταίνω |
|||