|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναυπηγοεπισκευαστικός? — — αγωγιάτισσα — λήψη — ενθουσιοσμός — ιδού — χρειάζομαι — τοξικολογία — ακριβολογία — λαντουριστήρι — βλαχόκαλτσα — διασπάραξη — νώμος — γυναικίτσα — κασόνιασμα — βραστό — κωλαρίνος — εθνογραφία — σκολοπίζω — αλγερίνη — κέλευσις — οστεοδυνία — ξομολόγημα |
|||