|
пьянствовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пьянствовать? — γαβαθίζω как с (ново)греческого переводится слово γαβαθίζω? — пьянствовать — κηρίο — θηρευτής — ατηγάνιστος — αποσχηματισμός — καρεκλοθήρας — αντικρύζω — απαξία — άς — αλτρουιστής — παρεμβατικός — ακολουθητά — ψιακάτης — κτηνοτροφικός — κλωστήρας — φλοίσβος — δεινοπάθημα — ανάρμενος — άμωμος — γραπώνω — προσήλωση — σμάραγδος |
|||