|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αφθώδης? — — πατάρι — διαιτήσιμος — δογματίζω — ψαρική — έλα — ετερολαλία — μαζεύω — αξαδέρφη — κολλεκτίβα — περίβλεπτος — εβραία — μονόκλ — δυσαρεστημένος — κρατέρωμα — τελίτσα — περικόπτω — ραφτοπούλα — μπίτι — μικροβόλτ — σκλαβιά — τριβόλι |
|||