|
1) слуховой; -ό νευρο — слуховой нерв; 2) акустический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слуховой? — ακουστικός как на (ново)греческом будет слово акустический? — ακουστικός как с (ново)греческого переводится слово ακουστικός? — слуховой, акустический — προσπορίζω — ανεξανάγκαστος — άρχος — επουλωτικός — προβατίνος — απολίθωμα — επιπέδωση — Σλαύος — χοντρόμολλος — καρύκευση — εύρυνση — εμβολοφόρος — σκληρομετρία — εμβόλιμος — μαυροπράσινος — μικροσκοπία — μακρόθυμος — άναρθρος — ένθειος — μικροτόμος — μεράδι |
|||