|
η санскрит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово санскрит? — σανσκριτική как с (ново)греческого переводится слово σανσκριτική? — санскрит — κυμβαλίζω — πυτζάμα — υποβαστακτικός — ρύμη — μαγιονέζα — κουρμαδιά — ντεπόρ — ετερόφωτος — σοβάντισμα — αμερικανοκρατούμενος — αοίδιμος — ηρεμώ — τριπόδι — ναυτολογικός — ξαναγαπίζω — θάρρος — σταθεροποιούμαι — σιβυλλικός — υπνοβότανο — αυτοεπίγνωση — μεσοπέλαγο |
|||