|
хвойный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хвойный? — κωνοφόρος как с (ново)греческого переводится слово κωνοφόρος? — хвойный — σχίζω — εχέμυθος — αμμόδρομος — ξενύχτισσα — θυσιαστής — γλυκοζαχαρένιος — δυσάρεστα — πουτσίζω — ξυλογράφημα — τμήμα — ηνδρώθην — γατότριχα — γιερά — γυναικίτσα — θαυμάσια — βρομάω — προανάκριση — εβίβα — απόλυτα — προωθητικός — συνειδητότητα |
|||