|
η 1) вместительность; 2) восприимчивость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вместительность? — δεκτικότητα как на (ново)греческом будет слово восприимчивость? — δεκτικότητα как с (ново)греческого переводится слово δεκτικότητα? — вместительность, восприимчивость — ιπποσκευή — αρθρίτιδα — υπηρετικός — στενογραφικός — ερυσιβώ — αμαστίγωτος — αποστρατιωτικοποίηση — αναρριχητικός — τύφλωση — πενταροδεκάρες — αποπέμπω — αμυχή — τριποδίζω — παθητικά — αποσάφηση — αχαραχτήριστος — γλαρώνω — πλαγιοφύλακας — ψευδεπιστήμονας — γηροκόμηση — πλάκα |
|||