|
η наличие двух форм; диморфизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наличие двух форм? — διμορφία как на (ново)греческом будет слово диморфизм? — διμορφία как с (ново)греческого переводится слово διμορφία? — наличие двух форм, диморфизм — καρρολόγος — συμπορεύομαι — αυτοκυβερνησία — λαγωνικό — εγκολάπτω — ημίταγμα — αττικίζων — αναθορυβώ — παλληκαροσύνη — κολοβός — ξεκάλτσωτος — τσέτσικας — εδώθες — ξυλού — εμβολο — νανουριστικά — ψυχαρισμός — αναχορήγηση — καθεξής — απονευρώνω — μπουκωμένος |
|||