|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερήλικας? — — παιδοχειρουργός — ίς — διαπορητικός — μαναράκι — μηνιάτικο — βασιλόπουλο — κοπιαστικός — αριθμητήρας — σαμάρι — Βενετός — μαζικός — ερήμασμο — αλβινισμός — αφροδισιολόγος — μελλόνυμφος — αμαυρός — φτάρνισμα — ιεραρχία — περατάρης — επικόλλημα — λιθογλυφικός |
|||