Новогреческий словарь
αφόπλιση
αφόπλιση
η
разоружение; обезоруживание
;
γενικός (или διεθνής) ~μός — всеобщее разоружение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разоружение
? —
αφόπλιση
как на
(ново)греческом
будет слово
обезоруживание
? —
αφόπλιση
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφόπλιση
? — разоружение, обезоруживание
#
(ново)греческий словарь
—
μουσταλευριά
—
υστεροχρονολογώ
—
εκκηρύττω
—
ζαρωματιά
—
διαπληκτισμός
—
ασκαρδαμυκτί
—
ανοσταίνω
—
χριστιανή
—
πριγκιπικός
—
μαγνητοηλεκτρικός
—
οφθαλμίατρος
—
δένδρωσις
—
κάθειρξη
—
τρίπλευρος
—
συνδικία
—
επτατομικός
—
σφυρηλάτηση
—
φίλαρχος
—
λαλαγκόψωμο
—
ντρόπιασμα
—
δακτύλιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве