Новогреческий словарь
αγιογδύτης
αγιογδύτης
ο 1)
святотатец
;
2)
обдирала
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
святотатец
? —
αγιογδύτης
как на
(ново)греческом
будет слово
обдирала
? —
αγιογδύτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγιογδύτης
? — святотатец, обдирала
#
(ново)греческий словарь
—
οροστεγής
—
επανευρίσκω
—
μακροχρόνιος
—
λουχτούκισμα
—
εντομοβριθής
—
σφυρήλατος
—
γνωριστικός
—
ημίταγμα
—
δαφνόκουκκο
—
Ενετία
—
ανάγλυπτος
—
λεβεντόγρια
—
βλαστήμια
—
στομαχόπονο
—
φωτοληψία
—
δικαιοστάσιο
—
αστεροσκοπείο
—
αλάνικος
—
υδαταποθήκη
—
διασπαθίζω
—
ψηφοδέλτιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,