|
жареный, поджаренный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жареный? — τσιγαρισμένος как на (ново)греческом будет слово поджаренный? — τσιγαρισμένος как с (ново)греческого переводится слово τσιγαρισμένος? — жареный, поджаренный — τρικούβερτος — χαρτοπολτός — χόρδα — εκκείμενος — αγκιναρόσουπα — αμπελοχώραφα — καμάκισμα — πτωχεία — λεξικογραφώ — αχρησιμοποίητος — αδερφοποιτός — ανεβοκατέβασμα — Ευμενίδες — Αυγερινός — κομπωτός — ύμνηση — ταλαιπωρώ — αναχάραξη — φτερνιστήρι — λικμίζω — φουρνίρισμα |
|||