|
το 1) лето; 2) : (μικρό) ~ — бабье лето (тёплые дни в октябре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лето? — καλοκαιράκι как с (ново)греческого переводится слово καλοκαιράκι? — лето — σταθμός — διατρέξαντα — φλεβίτιδα — χυλόπιττα — εγγύς — καλαμπαλίκι — χιλιόμετρο — ικτίδα — αστάχωτος — ισχυρός — βαπόρι — αστρομετρία — επώδυνος — αλογατάκι — καραβοπόντικο — Εγγλέζος — ρούνοι — όρνιθα — αγρομίσθωση — αρχηγός — αναπτύσσω |
|||