Новогреческий словарь
καλοκαιράκι
καλοκαιράκι
το 1)
лето
;
2) :
(μικρό) ~ — бабье лето (тёплые дни в октябре)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лето
? —
καλοκαιράκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλοκαιράκι
? — лето
#
(ново)греческий словарь
—
κλινοστρωμνή
—
μωλώπισμα
—
δυνατότητα
—
εξωκοινοβουλευτικές
—
κακονυχτάω
—
ακρεοφαγία
—
απτέρυγος
—
αρβανιτουριά
—
μπακάλικος
—
απαρασκεύαστος
—
ξυλαράς
—
κορέος
—
τρελογιατρός
—
πολυσύνθετος
—
πραξικόπημα
—
τουρκέτης
—
αμορφωσιά
—
υπερκρέμαμαι
—
φοβάμαι
—
γνεφολογάω
—
γαιάνθρακος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве