|
: πήγε ~ — а) он пошёл ко дну; б) он погиб, он пропал #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άπατα? — — ευστροφία — αμνηστικός — ακκίζομαι — δελτιογράφος — πανδοχείο — αλεπού — εξετράπην — βιωσιμότητα — θερμαίνομαι — πιτσουνάκι — οικοδομήσιμος — πιλοτίνα — λανάρι — δέων — αλογία — τριτεξάδελφος — ασβέστη — καθίζω — ακούρευτος — αμπάντα — μπακάλικος |
|||