|
упрямый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрямый? — γινατεμένος как с (ново)греческого переводится слово γινατεμένος? — упрямый — αχτένιστος — διαστασιοποιούμαι — εναντιογνωμία — φράγουλα — αβοτάνιστος — ριζοσπαστικότητα — συγκλείω — λιοτριβόπετρα — αστροθεσία — καστορέλαιο — μακελλεύομαι — ραφιγράφος — μηλόταρτα — ξεπηδάω — υδρόφυτο — βαρβατιά — αναβάτης — παροικία — υποδέκτης — κύαθος — συνήθης |
|||