|
το мат. номограмма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово номограмма? — νομογράφημα как с (ново)греческого переводится слово νομογράφημα? — номограмма — κατηχώ — επιχορηγία — ποικιλοτρόπως — περιορισμένα — διακυμαντικός — απαλοσίτι — τουλουπάνι — μερσίνι — υποσελίδιος — σπάταλος — βωλογύρνω — δεκαεπτά — αντίγνωμος — βήγμα — εκρηξιγενής — σύνορο — επιμιξία — ευκολοδούλευτος — άρεση — ιμπρεσσιονιστής — αναβίωμα |
|||