|
η влюбчивая девушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюбчивая девушка? — σεβνταλού как с (ново)греческого переводится слово σεβνταλού? — влюбчивая девушка — φιλογύνης — άπλα — αποδιαβαίνω — αλληλεπιδρώ — ακοντίζω — αρμός — αντικατοπτρικός — καλωδιώνω — κανακάρης — αχρόνιαστος — ασχημογυναίκα — εξορισμός — ξεκληρίζομαι — διχοστασία — διαμαρτύρομαι — λεπτόφλουδος — αναγόρευση — ξεκινητής — ανδροκρατούμενος — επαφίεμαι — σκάλωμα |
|||