|
ο свод; купол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свод? — κουμπές как на (ново)греческом будет слово купол? — κουμπές как с (ново)греческого переводится слово κουμπές? — свод, купол — σιδεροπρίονο — ερυθροβαφής — παραμαζώνω — μεθεόρτια — οζονίζω — πείσος — πλησίον — ημερεύω — ελικοκέρατος — αντίτυπος — παρορμητικός — αντωνυμία — γαληνότατος — λεπτόκοκκώδης — σφράγισμα — γράμμωση — ρύση — ολοτελώς — κρότος — εξοχάς — υποδηματοβιομηχανία |
|||