|
(αόρ. υπεραύξησα, παθ. αόρ. υπεραυξήθηκα) 1. ??? чрезмерно увеличивать; быстро наращивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чрезмерно увеличивать? — υπεραυξάνω как на (ново)греческом будет слово быстро наращивать? — υπεραυξάνω как с (ново)греческого переводится слово υπεραυξάνω? — чрезмерно увеличивать, быстро наращивать — χαλαρώνω — αρχιμανδρίτης — εφοδιοπομπή — τζαμένιος — εβενουργική — μηχανοκάϊκο — κυβικό — νόσος — ολιγαρκής — αποβολίδωση — ώριμος — εβδομαδιάτικος — λαγόχειλο — πιλοτήριο — στρογγυλούτσικος — ξαναβάζω — μπουγατσάκι — ανεμψύχωτος — ελεφαντουργίκή — αλαζόνευμα — εύθραυστος |
|||