|
разочаровывать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разочаровывать? — απογοητεύω как с (ново)греческого переводится слово απογοητεύω? — разочаровывать — αρπαχτής — επίκειμαι — αυτοκατηγορία — απομετρώ — αφριστός — ξεμάτιασμα — ασήκωτος — επαυχένιος — μουρμουρητό — ραντιστικός — ριγωτός — εξαϋλώνω — αυξητικό — χειρόχτι — πεσιμιστής — Θάλεια — αλεξίλυπος — σταρ — εύληπτα — γιουχαϊσμός — φαρμακοδυναμικός |
|||