|
το пузырёк, флакончик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пузырёк? — σωληνάριο как на (ново)греческом будет слово флакончик? — σωληνάριο как с (ново)греческого переводится слово σωληνάριο? — пузырёк, флакончик — εύληπτα — σκιαγραφώ — αποκούμπι — γεμελλάκια — ολιγαρχικός — ψυχοσωματικός — μετακινητός — πνίξιμο — απόψε — αμόλευτα — απύρετος — αθόρυβα — ιχνογραφείο — μέγγενη — κυματογράφος — ανθράκωση — αποσπεριάτικος — μεσάλα — ζευγαρίζω — ξεσκαλώνω — ελαττώνω |
|||