Новогреческий словарь
απολυσώνας
απολυσώνας
ο
увольнение; устранение
;
τού δώκανε τόν ~α του — [phrase]его уволили[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
увольнение
? —
απολυσώνας
как на
(ново)греческом
будет слово
устранение
? —
απολυσώνας
как с
(ново)греческого
переводится слово
απολυσώνας
? — увольнение, устранение
#
(ново)греческий словарь
—
συνημμένο
—
θυμώδης
—
ηλεκτρικό
—
δεκαεπταετία
—
ταμπάνι
—
ποτό
—
συναρπαστικά
—
εξομώνω
—
τακούνι
—
λευκόθριξ
—
αντιμάχομαι
—
γιαγιούλα
—
άβαφτος
—
άρμπορο
—
συναξάρι
—
ανοφθαλμία
—
βαρούλκο
—
σκαλμοδόκη
—
νίλα
—
χαζίρι
—
κοκιανοβαμμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω