Новогреческий словарь
γερόγατος
γερόγατ|ος
ο
старый кот
;
===
ο ~ τρυφερά ποντίκια ονειρεύεται — посл. [phrase]старому коту нежные мышки снятся [/phrase] (о похотливом старике)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
старый кот
? —
γερόγατος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γερόγατος
? — старый кот
#
(ново)греческий словарь
—
οινοπνευματομέτρησις
—
εξαγνίζω
—
χαντούμης
—
συγκοινωνιολογια
—
γεωδαιτώ
—
άβουλος
—
ταντέλλα
—
φόρος
—
νομή
—
κράσις
—
κυκλαμιά
—
γροθοπατινάδα
—
ακτινενεργός
—
σαρδανάπαλλος
—
ταμπεραμέντο
—
εξαιρεμένος
—
ανεξευμένιστος
—
νοοτροπία
—
εγωιστικός
—
παράγοντας
—
συγγραφή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,