|
ο рабочий маслобойни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рабочий маслобойни? — λιοτριβιάρης как с (ново)греческого переводится слово λιοτριβιάρης? — рабочий маслобойни — συμπυροβόλησις — χέστης — αδιαφόρως — μπογιατζίδικο — φούντι — μόλυνση — διανεμήτρια — φίλιωμα — ατμαντλία — πατούχας — θορυβοποιός — κατραμόπανο — κρυσταλλικότητα — εμμετρωπία — χαρτογραφώ — εκπληρώνω — συμβόλαιον — πιόσιμο — ταυρόμορφος — αναθεματίζω — ευκολύνω |
|||