|
το анат. ганглий, узел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ганглий? — γάγγλιο как на (ново)греческом будет слово узел? — γάγγλιο как с (ново)греческого переводится слово γάγγλιο? — ганглий, узел — γεωγράφος — αναθάρρος — χαλκοτύμπανο — στεκάμενος — ανατίναγμα — ξινοτύρι — μουσμουλιά — εκκλησιάρης — εμπεποτισμένος — αρνοψάλιδο — αμπάρωμα — φώραση — διακρίνω — επίχαλκος — Μαγιάπριλο — ζωύφιο — μουστόπιτα — ομόδοξος — ξυλοπάπουτσο — μεθεπόμενος — εκλεκτικιστής |
|||