Новогреческий словарь
γάγγλιο
γάγγλιο
το анат.
ганглий, узел
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ганглий
? —
γάγγλιο
как на
(ново)греческом
будет слово
узел
? —
γάγγλιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
γάγγλιο
? — ганглий, узел
#
(ново)греческий словарь
—
αντιπρυτανεία
—
ονειρόπλαστος
—
άσυλο
—
κατέχω
—
δίκαιος
—
στέαρ
—
καλοκαιριάτικος
—
δανειακός
—
υπερβολικός
—
πούπουλο
—
ελαιοπιεστήριο
—
μουρντάρα
—
αρμεχτής
—
ξαναβλέπω
—
γνωστότατος
—
φεγγαροντυμένος
—
προπέλλα
—
διορύττω
—
εναντία
—
στενό
—
λεμβοδρομία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,