Новогреческий словарь
πυκνόμετρο
πυκνόμετρο
το физ.
пикнометр
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пикнометр
? —
πυκνόμετρο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυκνόμετρο
? — пикнометр
#
(ново)греческий словарь
—
παρήχηση
—
επιδρομή
—
γαβάρα
—
αμόντε
—
υποπλέω
—
κοκκωβίνα
—
ανασχηματίζω
—
τροφή
—
γενικότητα
—
άσβηστος
—
μπασκετμπολίστρια
—
αδυσώπητος
—
αμυλοποιός
—
νοησιοκρατικός
—
ξεκουκουλώνω
—
αναβιβάζω
—
περικυκλώνω
—
ερινεάζω
—
υπαμοιβή
—
χοντρός
—
αποσκυβάλισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве