|
το физ. пикнометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикнометр? — πυκνόμετρο как с (ново)греческого переводится слово πυκνόμετρο? — пикнометр — αλλήλους — βούλευμα — απόπειρα — εμβρυο — λατόμηση — λεβίθα — παρωρεία — τραυματιοφορέας — εξεναντίας — βεροναλισμός — θρύβω — δικονομικός — αποφόρι — δημοψήφισμα — ξεκαπέλλωμα — βιοτεχνία — αξεφλούδιαστος — αλλόχθων — Αρμάνος — αυτοδηλητηριάζομαι — δανειοδότηση |
|||