|
η преподавание, учительство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преподавание? — δασκαλική как на (ново)греческом будет слово учительство? — δασκαλική как с (ново)греческого переводится слово δασκαλική? — преподавание, учительство — υπερκέραση — θροώ — γυμνισμός — διοπτικός — πανίσχυρος — κρατικός — μητρικός — πυργοδεσπότης — πατάσσω — βρυός — κατακραυγή — ενενηκοστός — επαγωγέας — ευκολόπιαστος — κοντοποδαρούσα — ξύσμα — ανεμορρόμβιον — παρείσακτος — επταπλασιάζω — κοινός — ανάπτυγμα |
|||