|
потребляемый (о товарах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потребляемый? — εξοδεύσιμος как с (ново)греческого переводится слово εξοδεύσιμος? — потребляемый — βρουχιούμαι — επιβίβαση — έμμοχθος — ακριβαγορασμένος — περιαδράχνω — διανεμητής — ογδοήκοντα — εξάμβλυνση — στομαχιάρικος — παράγων — καταπραϋντικός — κοπροσκυλώ — στράς — ανακόλουθος — περδικούλα — ανθρακιάζω — ζυμωτής — πραιτωριανοί — αντιληπτός — γαγγραινούμαι — πριονοταινία |
|||