|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αψιχάλιστος? — — μοδιστράδικο — μπουμπάρι — κακία — τεϊοθήκη — ανθρωπίστρια — ερυσιβώδης — χέζω — φυλλομετράω — ενδοθερμικός — χρυσοποιία — Μαυρογένης — εκπαραθύρωση — διελαόνω — ομοθυμαδόν — Ελλαδικός — βαμβακομάλλινος — βουλγαρικά — συγκινητικότητα — γεμόφεγγο — χώνη — αβουλησία |
|||