|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξυσμένος? — — τσάτσα — αφρικανικός — περίθλαση — εκμύζηση — αγγειοπάθεια — καλόψυχος — ανυπόφερτος — γύψωμα — κελαϊδιστός — λασπερός — ταπεινωτικά — καραγκούναρος — ασθενικός — απολύτρωση — σανιδόφρακτος — μαυρόγεια — ροντώ — αποσκεπαστός — αμετάλαβος — υπερήλικος — ασυνάχωτος |
|||