Новогреческий словарь
αγόρασμα
αγόρασμα
το 1)
покупка
;
2)
подкуп
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
покупка
? —
αγόρασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
подкуп
? —
αγόρασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγόρασμα
? — покупка, подкуп
#
(ново)греческий словарь
—
ποδοπάτηση
—
στεμφυλοπιεστήριο
—
αμολόχα
—
ευαισθητοποίηση
—
κράτιστος
—
χιονώδης
—
αντιζυγίζω
—
δρακόντισσα
—
δενδροκόμος
—
γωνιόλιθος
—
αστρονομικώς
—
απόρριψη
—
στοχαστικά
—
αρνησιστορία
—
επίορκος
—
υποθερμικός
—
αποκρούω
—
συνείρω
—
προφέσορας
—
μολυβδουργός
—
διαπορούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве