|
консервная банка #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κονσερβοκούτι? — — φορτόω — κακο- — ξεκούτης — αγεφύρωτος — γριλλιαστός — ζωαγορά — ολιγαρκής — σταχυολόγημα — μαυρομάτης — δυναμογεννήτρια — γέρι — εντοιχίζω — ανακατεύομαι — ευλογοφανής — ξυλοσκεπή — βαρκάρισσα — τορβάς — εγωτιστής — θηλυκώνω — τεκμαίρομαι — χαρμάνι |
|||