|
креольский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово креольский? — κρεολικός как с (ново)греческого переводится слово κρεολικός? — креольский — αποθαρρυντικός — σέσουλα — γελαδήσιος — οπλοβομβιδοβόλο — ήπειρος — αδηφάγος — αγριομούτσουνος — βροντοχτυπώ — γαυρίαμα — απογοήτευση — αδιήθητος — θανάτωμα — αλευρωμένος — Λιθουανή — νεόπαντρος — κάλπικος — κόνις — εξακοσαριά — πλυντήριος — μακρόπους — ανθυποκτηνίατρος |
|||