|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κενολόγος? — — ελαφρόμυαλος — ξύπνημα — ύφος — φέγγω — μπίγα — άχρι — χορτοβολών — πουρμπουάρ — ανατεταμένος — φιλοξενούμενος — δοσμένα — καθετηριασμός — χαρταετός — λιμένιο — φθειρικός — αγγλοθρεμμένος — φορέας — υδατοστεγής — ξεροτρώγω — χειράμαξα — οστρακώδη |
|||