|
ο 1) вкатывание (наверх); 2) откатывание; 3) рецидив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вкатывание? — ανακυλισμός как на (ново)греческом будет слово откатывание? — ανακυλισμός как на (ново)греческом будет слово рецидив? — ανακυλισμός как с (ново)греческого переводится слово ανακυλισμός? — вкатывание, откатывание, рецидив — ανθρώπινα — Τετάρτη — βαμβακοπαραγωγός — αντιρροή — συναδελφικός — αφεντογυναίκα — εσώτατος — σφυροκόπηση — ανεξίτηλο — βασκικός — σχιστόλιθος — λουλουδάτος — εκκοίλανση — βουλωτήρι — αμανετζής — σύγκριση — μουνοθύελλα — αζούπιστος — φιλαρχία — ευκολόγνωρος — λησμονημένος |
|||