|
η 1) в разн. знач. свобода; ~ σκέψεως (συνειδήσεως) — свобода мысли (совести) ; ~ γνώμης — свобода высказываний; ~ τού τύπου (τού λόγου) — свобода печати (слова) ; πολιτικές ~ες — гражданские свободы; ~ τής βουλήσεως — свобода воли; ~ τού ατόμου — свобода личности; αστική ~ — гражданские права; ~ του συνέρχεσθαι — свобода собраний (объединений) ; έχω πλήρη ~ ενεργείας (δράσεως) — иметь полную свободу действий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свобода? — ελευθερία как с (ново)греческого переводится слово ελευθερία? — свобода — κορομηλο — αστειολογώ — αρχετυπικός — εμπιστευτικά — σοκολατής — καλοκαρδίζω — ελεφαντίσκος — αναγκερός — θηλυκό — φασκελώνομαι — αμύθητος — διπυρίτης — ξεκίνημα — υδρόφις — λευκωματοειδής — αφήνω — στερητικός — κύκνος — τυχοδιωκτικός — άμβλωση — εκμεταλλεύομαι |
|||