|
ο 1) резчик; 2) чеканщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резчик? — τορευτής как на (ново)греческом будет слово чеканщик? — τορευτής как с (ново)греческого переводится слово τορευτής? — резчик, чеканщик — ιταμότητας — παιδόπουλο — δούμα — φωνογραφικός — καπνιστήρι — δίπλιασμα — επικίνδυνα — συζητητικός — αμυχή — ναζί — λαιμουδιά — νομοθετώ — γαλανάδα — κοστούμι — ερυθρόλευκος — ελεφάντινος — ξεσκίζομαι — διόλου — εικονομάχος — υποκείμενος — ακεφιά |
|||