Новогреческий словарь
αμμοκονία
αμμοκονία
η
раствор
(известковый, цементный и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раствор
? —
αμμοκονία
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμμοκονία
? — раствор
#
(ново)греческий словарь
—
αληθινός
—
ασφάραγος
—
βουδούρης
—
λιθαγωγός
—
χωρομέτρηση
—
ωτοπλαστική
—
σκληρομετρία
—
καμωματάρης
—
γλύτωμα
—
νεραϊδοπαρμένος
—
γνώση
—
πηδαλιουχία
—
κοντραμπάντο
—
Αθηναία
—
τεχνικός
—
υποτιμώμαι
—
αποπέρα
—
αναμετρώ
—
αδημιούργητος
—
υποχρεωτικότητα
—
γενετήσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве