|
αόρ. от υποπίπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπέπεσα? — — ενθηκεύω — ιστιοδρομία — τσιγγάνος — χάρις — σχοινιοειδής — κολλιάντζα — φλασκωτός — πυγολαμπίδα — δασύστερνος — προστυχολογιά — αναμέλπω — χοντρόκωλα — κατασκοπικός — σταύλισμα — τριγωνομετρικός — επικοινωνώ — κρυψορχία — δεκάδραχμο — αντισφαιριστικός — συνημμένα — αδάμας |
|||